- βαριαρρωσταίνω
- και βαριαρρωστώ (Μ βαριαρρωστῶ, -άω)είμαι βαριά άρρωστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαριαρρωστώ — και βαριαρρωσταίνω ησα, βαριαρρωστημένος, αρρωσταίνω βαριά, σοβαρά: Βαριαρρώστησε με πνευμονία και βρίσκεται στο νοσοκομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)